- ιερωμένος
- ο представитель духовенства, духовное лицо
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιερωμένος — ο κληρικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱερωμένος — ἱ̱ερωμένος , ἱερόω consecrate perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερώμενος — ἱεράομαι to be a priest pres part mp masc nom sg ἱεράζω serve as priest fut part mid masc nom sg ἱερόω consecrate pres part mp masc nom sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερώνω — και ιερώ (ΑΜ ἱερῶ, όω και άω, δωρ. τ. ἱαρόω, παθ. τ. ἱεροῡμαι, όομαι και ἱερῶμαι, άομαι και ιων. ἱράομαι και δωρ. ἱερεοῡμαι, όομαι) κάνω κάτι ιερό, αφιερώνω, καθιερώνω, κάνω ανάθημα (νεοελλ. μσν.) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ιερωμένος αυτός που … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Μπουθ, Γουίλιαμ — (William Booth, 1829 – 1912). Άγγλος ιερωμένος και μεταρρυθμιστής. Ίδρυσε και οργάνωσε τη φιλανθρωπική Εταιρεία «Στρατός της Σωτηρίας». Σε ηλικία 16 ετών έγινε μεθοδιστής πάστορας. Το 1861 όμως αποχώρησε από την ενεργό εκκλησιαστική δράση και, σε … Dictionary of Greek
Σπαλαντσάνι, Λάτζαρο — (Spallanzani). Ιταλός βιολόγος και ιερωμένος (1729 1799). Διατέλεσε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Μοδένας (1763) και της Παβίας (1769). Η συμβολή του στην ανάπτυξη της βιολογίας υπήρξε σημαντική, κυρίως με την πειραματική απόδειξη των θεωριών… … Dictionary of Greek
αρχιθύτης — ἀρχιθύτης, ο (AM) ο προϊστάμενος των θυτών, ανώτατος ιερωμένος … Dictionary of Greek
εκκλησιαστικός — ή, ό (AM ἐκκλησιαστικός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκκλησία τού Χριστού («εκκλησιαστική ιστορία, μουσική, ζωή, αγιογραφία κ.λπ.») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐκκλησιαστικά οι υποθέσεις τής Εκκλησίας, ό,τι σχετίζεται με… … Dictionary of Greek
ευσέβεια — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η μάρτυρας. Μαρτύρησε με τη Σωσάννα. Η μνήμη της τιμάται στις 7 Ιουνίου. 2. Η αποκαλούμενη και Ξένη. Η μνήμη της τιμάται στις 18 Ιανουαρίου. * * * η (ΑΜ εὐσέβεια, Α και εὐσεβία και εὐσεβίη)… … Dictionary of Greek
ιερομάρτυρας — ο (Μ ἱερομάρτυς, υρος) ιερωμένος μάρτυρας, πρεσβύτερος ή επίσκοπος ο οποίος είχε μαρτυρικό θάνατο («... καὶ ἱερομαρτύρων Χαραλάμπους, Ελευθερίου...») … Dictionary of Greek